ανεμοδέρνω

ανεμοδέρνω
(αόρ. ανεμόδειρα) 1. μετ. мучить, истязать;

τον ανεμοδέρνει η φτώχεια — его замучила нищета;

2. αμετ. , тж. ανεμοδέρνομαι (αόρ. ανεμοδάρθηκα)

1) — бороться с ветром;

2) перен. бороться с трудностями, с тяжёлыми обстоятельствами

Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. . 1980.

Игры ⚽ Поможем сделать НИР

Смотреть что такое "ανεμοδέρνω" в других словарях:

  • ανεμοδέρνω — 1. παλεύω με τους ανέμους 2. παλεύω με τις αντιξοότητες 3. παθ. χτυπιέμαι από τους ανέμους, από τις συμφορές …   Dictionary of Greek

  • ανεμοδέρνω — ειρα, άρθηκα, αρμένος, παλεύω με τον άνεμο: Μόνος και αβοήθητος ανεμόδερνε στη ζωή. – Η βάρκα ανεμόδειρε στο πέλαγος …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • άνεμος — ο (AM ἄνεμος) 1. ρεύμα αέρα που προκαλείται απο φυσικά αίτια, βίαιη μετακίνηση του αέρα προς μια κατεύθυνση 2. μτφ. άσκοπη ασχολία, ματαιοπονία, ματαιότητα μσν. νεοελλ. (κατ’ ευφημισμό) διάβολος, δαίμονας νεοελλ. φρ. «πάει κατ’ ανέμου» ή «πάει τ’ …   Dictionary of Greek

  • δέρνω — (AM δέρω Α και δείρω και δαίρω Μ και δέρνω) χτυπώ, μαστιγώνω, ραβδίζω νεοελλ. Ι. 1. χτυπώ, βασανίζω, ταλαιπωρώ («μεριά μάς δέρνει ο θάνατος, μεριά κι ο γενίτσαρος», Δημοτ. Τραγ.) 2. (για υλικά μαγειρικής, γάλα, αβγά κ.λπ.) αναταράσσω, χτυπώ… …   Dictionary of Greek


Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»